ευθυμώ

ευθυμώ
ευθυμώ, ευθύμησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευθυμώ — (ΑΜ εὐθυμῶ, έω) [εύθυμος] είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση νεοελλ. βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε») μσν. 1. χαίρομαι 2. ξενοιάζω αρχ. 1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ευθυμώ — ευθύμησα 1. είμαι εύθυμος, γίνομαι χαρούμενος, βρίσκομαι σε εύθυμη κατάσταση: Πρέπει να ευθυμήσεις λίγο. 2. διασκεδάζω πίνοντας: Χθες ήπιαμε και ευθυμήσαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐθυμῶ — εὐθῡμῶ , εὐθυμέω to be of good cheer pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐθῡμῶ , εὐθυμέω to be of good cheer pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμῳ — Εὔθυμος kind masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύμῳ — εὐθύ̱μῳ , εὔθυμος kind masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αλεγράρω — [αλέγρος] 1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω 2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ …   Dictionary of Greek

  • ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης …   Dictionary of Greek

  • επευθυμώ — ἐπευθυμῶ, έω (Α) [ευθυμώ] είμαι εύθυμος για κάτι …   Dictionary of Greek

  • ευπαθώ — εὐπαθῶ, έω (Α) [ευπαθής] 1. ευχαριστούμαι, ευθυμώ, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ 2. (για την ψυχή) βρίσκομαι σε ευχάριστη ψυχική διάθεση, ευτυχώ 3. ευεργετούμαι 4. μέσ. εὐπαθοῡμαι, έομαι (κατά το λεξ. Σούδα «εὐπαθεῑσθαι ἀντὶ τοῡ τρυφᾱν καὶ διαχεῑσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”